- σκράπ
- το ακλ.:
δεν ξέρω σκράπ — быть круглым невеждой, ни бельмеса не знать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν ξέρω σκράπ — быть круглым невеждой, ни бельмеса не знать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκραπ — (I) Ν φρ. «δεν ξέρω σκραπ» δεν ξέρω απολύτως τίποτε, δεν έχω ιδέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrap «ίχνος, κομματάκι»]. (II) το, Ν άκλ. (μεταλλ.) περιληπτική ονομασία για τα παλαιά, χρησιμοποιημένα μέταλλα τα οποία συλλέγονται και επαναχυτεύονται… … Dictionary of Greek
σκράπας — ο, και σκράπα, η, Ν 1. άτομο που δεν ξέρει τίποτε, ο τελείως αδαής 2. κακός μαθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκραπ «τίποτε», κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek